- επίστομα
- (I)και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα]επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.————————(II)το1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.
Dictionary of Greek. 2013.