επίστομα

επίστομα
(I)
και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα]
επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα.
————————
(II)
το
1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο
2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… …   Dictionary of Greek

  • πίστομα — Ν επίρρ. επίστομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίστομα < φρ. ἐπί στόμα] …   Dictionary of Greek

  • απίστομα — (επίρρ) βλ. επίστομα …   Dictionary of Greek

  • επιστοματίζω — ἐπιστοματίζω (Α) [επίστομα] επιστομίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”